κομματική

κομματική
(συλλογική) κομματική партийное (коллективное) руководство;

με ( — или υπό) την άμεση κομματική — под непосредственным руководством;

κομματική γιά δράση — руководство к действию


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κομματική" в других словарях:

  • κομματική — κομματικός consisting of short clauses fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μενσεβίκοι — (mensheviks). Ονομασία της μειοψηφίας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ρωσίας. Δημιουργήθηκε το 1903 κατά το B’ Συνέδριο του κόμματος στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, μετά τον διχασμό των σοσιαλιστών σε ένα πλειοψηφικό ρεύμα που αποτέλεσε το… …   Dictionary of Greek

  • Κίροφ, Σεργκέι Μιρόνοβιτς — (Sergei Mironovich Kirov, Ουρζούμ 1886 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1934). Σοβιετικός πολιτικός. Από το 1904 ήταν μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΣΔΕΚΡ), του οποίου η πτέρυγα των μπολσεβίκων (= πλειοψηφούντων) …   Dictionary of Greek

  • Σβερνλόφ, Γιάκομπ Μιχαήλοβιτς — Ψευδώνυμο του Αντρέι Μαξ, Ρώσου πολιτικού (1885 1919). Καταγόταν από οικογένεια βιοτεχνών. Το 1900 εργαζόταν σε φαρμακείο. Το 1901 εκτοπίστηκε από το Κάτω Νόβγκοροντ όπου ζούσε και το 1904 πέρασε στην παρανομία. Το 1905, ως μέλος πια του… …   Dictionary of Greek

  • αντιπολίτευση — Στα συνταγματικά και κοινοβουλευτικά καθεστώτα, α. αποκαλείται το σύνολο των κομμάτων και των ομάδων βουλευτών του κοινοβουλίου που είναι αντίθετα στο έργο της κυβέρνησης. Στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος, η λειτουργία της α. είναι σημαντική,… …   Dictionary of Greek

  • κομματικός — ή, ό (AM κομματικός, ή, όν) [κόμμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολιτικό κόμμα («κομματική οργάνωση») 2. αυτός που μεροληπτεί υπέρ ορισμένης μερίδας μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρές προτάσεις αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • πανδώρα — I Δίτομο μουσικό βιβλίο, που περιέχει τραγούδια τονισμένα με βυζαντινή παρασημαντική. Στον πρώτο τόμο περιέχονται βυζαντινά δημοτικά τραγούδια και στον δεύτερο αραβοπερσικά. Τα τραγούδια αυτά μεταφέρθηκαν από την αρχαία παρασημαντική στη νεότερη… …   Dictionary of Greek

  • Αϊζενχάουερ, Ντουάιτ Ντέιβιντ — (Dwight David Εisenhower,Ντένισον, Τέξας 1890 – Ουάσινγκτον 1969). Αμερικανός στρατηγός, 34ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1952 60). Τρία χρόνια μετά την αποφοίτησή του από τη στρατιωτική ακαδημία Γουέστ Πόιντ τοποθετήθηκε στο Γκέτισμπουργκ (1915) ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»